RAMONA

     Το σκηνικό, θυμίζει αγροτικό επαρχιακό σπίτι της δεκαετίας του ’70! Το έργο θα μπορούσε να λέγεται κι «Η ρεβάνς της Μπλανς»! Η Ραμόνα έχει στοιχεία από εκείνη, αλλά είναι πιο σίγουρη, πιο αποφασιστική, σα να κλείνει επιδέξια το μάτι στη «Στέλλα» και να παίρνει δύναμη και κουράγιο από εκείνη για να τα βγάλει πέρα. Προσπαθεί να ξεφύγει από όσα στοιχειώνουν την ίδια και την οικογένειά της. Φεύγει από το σπίτι θεωρώντας πως θα γλυτώσει απ’ όλα αυτά τα προβλήματα που υπήρχαν εκεί. Γίνεται τραγουδίστρια σε λαϊκά μαγαζιά. Κι επιστρέφει για να γίνει ο καταλύτης, να συντελέσει στην κάθαρση με το όποιο τίμημα, ακόμη και με τη δική της προσωπική θυσία προκειμένου η λύτρωση.

      Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη παρ’ όλο που έχει μεγαλουργήσει σε κλασσικούς ρόλους, νιώθω, ότι ‘κυνηγά’, το πιο εναλλακτικό ρεπερτόριο, όπως κάνει κι εδώ και για ακόμη μια φορά είναι συγκλονιστική. Η ‘Ραμόνα’ της είναι η πολύπαθη Ελλάδα του Εμφυλίου, είναι η Ελληνίδα αγωνίστρια γυναίκα που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Υιοθετεί μια προφορά που μου θύμισε έντονα τη θεία μου από την Κατερίνη. Γίνεται η αγωνίστρια που όσα χαστούκια κι αν της επιφυλάσσει η ζωή εκείνη δεν αφήνεται στην αδυσώπητη μοίρα. Κάνει τις δυσκολίες της τραγούδι και της λέει ζωντανά επί σκηνής με τη συνοδεία του Βασίλη Ζιάκα.  

     Άξιοι συνοδοιπόροι της και οι υπόλοιποι συνάδελφοί της. Η Λένα Δροσάκη στο ρόλο της αδελφής, της Στέλλα, σαν ευαίσθητη πορσελάνινη κούκλα που έχει πάρει ζωή. Ο Κρις Ραντάνοφ στο ρόλο του Βούλγαρου άντρα της αδελφής της, τραχύς κι επιβλητικός. Τέλος ο Δημήτρης Μοθωναίος, ως εραστής/προστατευόμενος της Ραμόνα, σα μια φιγούρα αέρινη, άλλοτε ουτοπική, άλλοτε οδυνηρά παρούσα, κάτι ανάμεσα στο υπαρκτό και το μεταθανάτιο.  

     Μια καθ’ όλα φροντισμένη παράσταση, με την σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Σκουρλέτη, που θεωρώ πως θα πρέπει να παρουσιαστεί μελλοντικά ξανά… αν ζητάτε ψεγάδι, ίσως κάποιοι μακροσκελείς μονόλογοι, όμως η όλη παράσταση φαντάζει σα συνέχεια αρχαίας τραγωδίας…..