images

Γιάννη, τι το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό θα μας έλεγες πως έχει η παράσταση «Παντρολογήματα», που εκτός από πρωταγωνιστής την σκηνοθετείς κιόλας;

Δεν ξέρω αν έχει κάτι το ιδιαίτερο. Έχει όμως ήδη δοκιμαστεί εδώ κι αρκετές φορές, ξερω να πω πως είναι μια παράσταση που αρέσει πολύ, θα το διαπιστώσετε κι εσείς και χωρίς να προδίδουμε το πνεύμα και τον καρπό του έργου, που είναι η επιθυμία του συγγραφέα να καταδείξει ένα τρόπο της κοινωνικής συμπεριφοράς, μέσα από έναν πολύ αστείο τρόπο. Να είναι ταυτόχρονα καυστικό και να γελοιοποιεί τα πρόσωπα. Μια παράσταση ταχύτατη σε κλίμα και σε ρυθμό και κρατάει μόνο μιάμιση ώρα.

Τι  προσπάθησες  ως σκηνοθέτης να φωτίσεις στην εν λόγω παράσταση; Να διατηρήσεις  το κλίμα που προτείνει ο Γκόγκολ, αλλά και ταυτόχρονα να κλείνει το μάτι στο σήμερα;

Τα μεγάλα έργα πάντα συνομιλούν με το χρόνο κι όχι με τον καιρό τους. Αυτό τα κάνει διαχρονικά κι επίκαιρα. Μας θυμίζουν κάτι από τον εαυτό μας, από τον περίγυρό μας, από τη συμπεριφορά μας. Δεν διαφέρουμε άλλωστε και πολύ από τους ρόλους, κάνουμε τα ίδια πράγματα, αν και απέχουμε χιλάδες χιλιόμετρα γεωγραφικά έχουμε τις ίδιες ίδιες συνήθειες μπορώ να πω και τα ίδια έθιμα και θα διπιστώσουν οι θεατές πόσο μοιάζουν αυτά τα πράγματα μεταξύ τους. Ακόμα και στον Τσέχοφ, στις μεταγενέστερες  κωμωδίες του, νομίζεις πως γράφτηκαν για την Ελληνική επαρχία.  Είναι από αυτές τις παραστάσεις που θέλω να στήνω εγώ, καταιγιστική και που ο θεατής να μην παίρνει ανάσα.

Τα τελευταία χρόνια βλέπω στις επιλογές σου μια γλυκιά εμμονή σε μεγάλα κλασικά έργα, όπως η «Αντιγόνη», πρόπερσι, ο «Φιλάργυρος» τον περασμένο χειμώνα, «Παντρολογήματα» τώρα. Έχει προκύψει τυχαία, ή είναι δική σου ανάγκη;

Θα έλεγα πως είναι και τα δύο μαζί. Προκύπτει από μία ανάγκη κάθε φορά. Σύγχρονα πράγματα ψάχνοντας κάθε φορά δεν έχω βρει κάτι να με δελεάσει και να το πραγματώσω σκηνικά. Αυτά τα έργα δεν τα κάνω από ανάγκη, αλλά από πραγματική επιθυμία, ειδικά τα κείμενα που προανέφερες.  Είναι κι εντελώς  διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν όλα μεγάλες  δυσκολίες, είναι έργα που δεν γράφτηκαν πριν από δυο-τρία χρόνια, αλλά πριν από αρκετά όπως το «Παντρολογήματα».

Χαρακτήρησες τα «Παντρολογήματα» κωμωδία για το πλατύ κοινό, προσωπικά θεωρώ πως είναι ένα κοινωνικό έργο. Τα φώτησες αυτά τα στοιχεία, ή δεν χρειάστηκε κι ιδιαίτερα γιατί έτσι όπως είναι γραμμένο από τον Γκόγκολ, φτάνει στο θεατή κι αποφεύγοντας το διδακτισμό;

Ο διδακτισμός δεν χρειάζεται, όσοι το επεχείρησαν απέτυχαν οικτρά στο θέατρο και στην τέχνη γενικότερα. Νομίζω τα φωτίσαμε όσο χρειάζεται για να τα συλλάβει ο θεατής, δεν χρειάζεται να κάνεις επιπλέον πράγματα, δεν χρειάζετι να κάνεις ενέσεις, είναι τόσο ισχυρός ο συγγραφέας  που σε οδηγεί από μόνος του, δεν χρειάστηκε τίποτε περισσότερο από μια απόδοση του κειμένου, γιατί έχουν αλλάξει πολλά πράγματα η ταχύτητα που μιλάμε, που αντιλαμβανόμαστε τον λόγο.

Στο συγκεκριμένο ρόλο που υποδύεσαι, τι σε γοητεύει από τη μία και τι σε αποδιώχνει από αυτόν από την άλλη. Τι θα έλεγες πως χαρακτηρίζει τον ήρωα;

Πρώτα απ’όλα είναι ένας τύπος που δεν διαφέρει και πολύ από τους δικούς μας, θέλει να παντρέψει έναν φίλο του για να δυστυχήσει κι ο άλλος. Δεν ξέρω αν σου θυμίζει κάτι αυτό από την συμπεριφορά μας; Αυτά είναι σουσούμια των ανατολικών λαών, θέλει να δυστυχήσει κι ο άλλος να μην είναι μόνος του στη δυστυχία. Είναι ένα στοιχείο που συμβαίνει δίπλα μας και σε μας τους ίδιους.

 

«Έχουμε βάλει στην άκρη και τι σημαίνει επί της ουσίας:  Καθήκον, Τιμή, Εθνική Υπερηφάνεια»

 

Την χειμερινή περίοδο θα ανεβάσεις ένα πολύ ωραίο έργο των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, ίσως από τα καλύτερά τους στο θέατρο «Βρετάνια», το «Ένας ήρωας με παντούφλες». Θέλεις να μας πειςγια την προετοιμασία που κάνεις και πως θα προσεγγίσεις τον στρατηγό Δεκαβάλα;

Είναι το καλύτερό τους έργο θεωρώ. Θα αρχίσουμε πρόβα στις 26 Αυγούστου και στις 10 Οκτωβρίου θα κάνω πρεμιέρα. Είναι ένα αριστουργηματικό έργο, γιατί δεν είναι μια αμιγής κωμωδία, είναι μια τραγικοκωμωδία και γράφτηκε την περίοδο του εμφιλίου πολέμου το 1947 για το Βασίλη Λογοθετίδη και παίχτηκε από εκείνον κι έγινε και ταινία το 1958. Στη ταινία δεν έχουμε πολλά πράγματα, γιατί υπήρχε κι η λογοκρισία, αυτοί οι τύποι που τον εκμεταλλεύονται είναι κατι μούρες κάτιπερίεργοι που ήταν προσκολλημένοι στην εξουσία, που έχουμε όλοι μας σαν ακούσματα στα χρόνια του εμφυλίου στην Ελλάδα. Αυτά θέλω να τα αναδείξω τα ζοφερά χρόνια, για να γράφει περισσότερο και η αγωνία του ήρωα για το τι σημαίνει καθήκον, τι σημαίνει επί της ουσίας πατρίδα και καθήκον, τιμή και εθνική υπερηφάνια, κάτι που τα έχουμε βάλει λίγο στην άκρη. Όχι πολιτικά, μην μπούμε στην διαδικασία των μνημονίων και των αντιμνημονίων, αναφέρομαι στη ζωή μας, τι σημαίνει για μας.

Σε προηγούμενη κουβέντα μας  μου είχες πει ότι δεν θα κάνεις σύντομα τηλεόραση. Τι συνέβη και αθέτησες τον λόγο σου; Ήταν η σύμπραξη με την Κάτια Δανδουλάκη,ήταν οι συνθήκες καλές, κάτι άλλο;

Μου τη φέρανε. Είχα ζητήσει να είναι μικρός ο ρόλος μου, μου το έκαναν τεράστιο. Το αποτέλεσμα με ευχαρίστησε, ήταν πολύ χαριτωμένο, η παραγωγή προσεγμένη και μάλιστα ήταν να συνεχιστεί και δεύτερη χρονιά, αλλά λόγω οικονομικών  δεν θα γίνει, αλλά δεν στεναχωριέμαι γι’ αυτό καθόλου.