"Ο Γάμος" στο θέατρο επί Κολωνώ: Σπάνια ομορφιά μέσα από την ασχήμια, είδε, επέλεξε, σχολιάζει η Αμαλία Καμβύση!
Κάθε φορά που διασχίζω το κατώφλι του θεάτρου Επί Κολωνώ νιώθω ένα ξεχωριστό δέος. Έχοντας δει όλες σχεδόν τις δουλειές που παρουσιάζονται εκεί τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια, αρχικά στην κεντρική σκηνή και μετέπειτα και στo Black box, δεν έχω απογοητευτεί ποτέ. Τουναντίον έχω φύγει πάντα "πλουσιότερη" και "πληρέστερη". Το θέατρο Επί Κολωνώ είναι αυτό που λέμε χωρίς υπερβολή "εγγύηση".
Ακόμα μια φορά λοιπόν οι προσδοκίες επιβεβαιώθηκαν.
Το σκληρό, αλλά σπουδαίο κείμενο "O Γάμος" του Μάριου Ποντίκα ευτύχησε ιδιαίτερα σε αυτό το ανέβασμά του, καθώς στα έμπειρα και άκρως ταλαντούχα χέρια της ομάδας Νάμα μετατράπηκε σε μια σοκαριστική εμπειρία που βιώθηκε από κάθε θεατή ξεχωριστά ως τα τρίσβαθα της ψυχής του.
Η υπόθεση του έργου λίγο πολύ γνωστή στους περισσότερους θεατρόφιλους. Μια κοπέλα βιάζεται και η οικογένειά της αναζητά απεγνωσμένα τρόπους να φύγει από πάνω τους αυτή η στάμπα που, όπως θεωρούν, τους στιγματίζει και "δυσκολεύει" τη ζωή τους. Ενώ βρίσκεται παράλληλα σε εξέλιξη η δίκη του βιασμού, όπου οι μάρτυρες και οι συμμετέχοντες ουσιαστικά επιβαρύνουν περισσότερο τη θέση της κοπέλας, κάθε μέλος της οικογένειάς της, με το δικό του τρόπο και για τους δικούς του λόγους οδηγούν σταδιακά το κορίτσι στην "απόφαση" να αποπειραθεί να αυτοπυρποληθεί, ωστόσο τελικά να επιζήσει σ΄ αυτή την κατάσταση ζωντανής-νεκρής και τυλιγμένης ολόκληρης σε επιδέσμους λόγω των καθολικών εγκαυμάτων, με αποκορύφωμα- ως σανίδα σωτηρίας της οικογένειας από τη ντροπή της- τον υποχρεωτικό γάμο της με το βιαστή της. Με λίγα λόγια, ενός βιασμού μύριοι έπονται...
Πρόκειται για ένα έργο δυνατό που παρά τα χρόνια που έχουν περάσει από τη γραφή του, μιλάει απευθείας με το σήμερα, καθώς τα θέματα που θίγει, ήτοι της διάχυτης παράλογης βίας, της κοινωνικής υποκρισίας, της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της δυσμένειας και του ρατσισμού που βιώνει ακόμα το γυναικείο φύλο σε αρκετές κοινωνίες όχι πολύ μακρινές απ' τη δική μας, είναι όλα, δυστυχώς, παρόντα και ζωντανά.
Πολύ εύστοχη λοιπόν η επιλογή του συγκεκριμένου κειμένου. Και πάνω σε ένα τέτοιο κείμενο δε θα μπορούσε παρά να μεγαλουργήσει η ομάδα Νάμα. Εκπληκτικής ακρίβειας και ευφυίας η σκηνοθεσία της πολυβραβευμένης Ελένης Σκότη, με το ρεαλιστικό στοιχείο που πάντα τη χαρακτηρίζει, να κυριαρχεί για ακόμα μια φορά και να χτυπάει απευθείας κόκκινο στο συναίσθημα και στη σκέψη του θεατή. Σκηνές δοσμένες με ζωντάνια και αμεσότητα, κάποιες πιο βίαιες και τραγικές σε αργή κίνηση , όπως ο χρόνος που παγώνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η πάντα καλαίσθητη σκηνογραφία του Γιώργου Χατζηνικολάου, έτερης ψυχής της ομάδας Νάμα, όπου κάθε αντικείμενο έχει σαφή χρησιμότητα και υπόσταση και βοηθά στη γρήγορη μετάβαση της δράσης από το σπίτι στο ιατρείο, στο δικαστήριο, και οι καίριοι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου ειδικά στις σκηνές του δικαστηρίου, αλλά και της αποτύπωσης των αντιδράσεων των προσώπων στα δρωμενα, απολύτως λειτουργικά, ταιριαστά στο ύφος της παράστασης, υπηρέτησαν άριστα το όραμα της σκηνοθέτιδος. Με ζωηρό ενδιαφέρον έφτασαν στα αυτιά μας και η μουσική και το sound design του Στέλιου Γιαννουλάκη.
Και ερχόμαστε στις ερμηνείες. Τι να πούμε για τον Ηλία Βαλάση, αυτήν την τόσο ξεχωριστή περίπτωση ηθοποιού που έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη ήδη από τον "Άγριο σπόρο" της ίδιας ομάδας. Ωστόσο και η συνέχεια της πορείας του ήταν αντάξια. Με αντίστοιχη φυσικότητα και αγάπη για το ρόλο του ερμηνεύει κι εδώ το βίαιο, μισογύνη και δυνάστη πατέρα της οικογένειας, εκπλήσσοντας μας για ακόμα μια φορά με τη δεξιότητα και τα εκφραστικά του μέσα.
Εξίσου απολαυστικός ο Στέλιος Δημόπουλος που επωμίζεται με απίστευτη ευελιξία όλους τους υπόλοιπους - αντρικούς και γυναικείους- ρόλους του κοινωνικού περίγυρου και του περιβάλλοντος του δικαστηρίου που προαναφέραμε και που επί της ουσίας καταλήξει να ρίξει με τον έναν, ή τον άλλο τρόπο το φταίξιμο στην κοπέλα για αυτό που έπαθε. Μετάπτωση θαυμαστή μέσα σε ελάχιστα λεπτά, ή ακόμα και δευτερόλεπτα, με τη συνδρομή και της πολύ κατάλληλης ανά περίπτωση ενδυματολογίας της Μαρίας Αναματερού. Ένας ερμηνευτικός και ψυχολογικός άθλος για τον εν λόγω ικανότατο ηθοποιό ,απ' τον οποίο η αλήθεια είναι ότι δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο.
Η Μαρία Κάτσενου υποδύεται τη μητέρα με σοφή οικονομία στις υφέσεις και στις εκρήξεις της, πλάθοντας με περισσή άνεση και συνέπεια το χαρακτήρα της υποταγμένης με το έτσι θέλω στον άντρα της γυναίκας που προσπαθεί ενίοτε να υψώσει φωνή και να αντισταθεί στη ψυχολογική και σωματική κακοποίησης της κόρης της, αλλά επί της ουσίας αποδεικνύεται συμβιβασμένη και αδύναμη να την προστατέψει.
Η Αθανασία Κουρκάκη αισθανθήκαμε από την πρώτη στιγμή ότι είναι στ΄ αλήθεια η σαδίστρια, ξιπασμένη και αδίστακτη αδερφή του βασανισμένου κοριτσιού του έργου μας, που την απασχολεί μόνο πώς θα παντρευτεί η ίδια μετά το κακό που τους βρήκε και δε χάνει ευκαιρία να κατηγορεί βάναυσα την αδερφή της. Υποδειγματική η ερμηνεία της νέας αυτής ηθοποιού και λεπτοδουλεμένες οι εκφράσεις και οι κινήσεις της,
Άφησα για το τέλος τη Μέγκυ Σούλι στο ρόλο της βιασμένης από παντού Αφέντρας (εμφανής η τραγική ειρωνεία του ονόματος), αυτό το φρέσκο πλάσμα, που πράγματι αποδείχθηκε ιδανική επιλογή της ομάδας ΝΑΜΑ τόσο ηλικιακά όσο και ερμηνευτικά. Άμα τη εμφανίσει της και παρά τη σχεδόν συνεχή βουβή παρουσία της και την καθήλωσή της στο αναπηρικό καροτσάκι στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, επιβάλλεται πλήρως στη σκηνή χάρη στην παθιασμένη της εκφραστικότητα και την εξαιρετική εύπλαστη κινησιολογία της, σε έναν επίπονο και απαιτητικό ρόλο, καθρεφτίζοντας μοναδικά τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι άλλοι, ως ένα "σώμα", ένα κομμάτι κρέας, μια μαριονέτα που ακολουθεί σιωπηρά τις επιθυμίες τους. Συγκλονιστική και στις σκηνές που προσπαθεί με μουγκρητά και πνιχτές κραυγές να δείξει μάταια το μέγεθος της απόγνωσής της.
Μέσα από την "ασχήμια" του θέματός της, η παράσταση "Ο Γάμος" στη σκηνή του Επί Κολωνώ, ανέδειξε μια διπλή σπάνια ομορφιά: αυτήν μιας ανθρώπινης ψυχής που προσπαθεί να αντισταθεί στη βία προτάσσοντας το ήθος και την αυτοθυσία και αυτήν της μαγείας του πραγματικά καλού θεάτρου που απλά δεν πρέπει να χάσει κανείς.
Για λίγες ακόμα μέρες!