Σκηνοθετήσατε την «Εκκρεμότητα» του Τσιμάρα Τζανάτου στο νέο θέατρο
NOŪS. Μιλήστε μας για το έργο και για το πώς το προσεγγίσατε;
Το έργο αυτό, αν και μιλά με ξεκάθαρη γλώσσα για θέματα που αγγίζουν τη εποχή μας,
εκλαμβάνεται στις πρώτες του αναγνώσεις ως ένας κώδικας, ενώ δεν είναι πραγματικά.
Το μήνυμα είναι εκεί, αλλά δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό επειδή λέγεται απλά,
χωρίς τυμπανοκρουσίες. Είναι ένα έργο αυτοτελές, δεν έχει καν την ανάγκη ενός
κοινού για να υπάρξει. Στην πρώτη μου επαφή μαζί του το προσέλαβα ως δυσπρόσιτο
και ανερμήνευτο. Άργησα να κατανοήσω και να αποδεχθώ την ανεπιτήδευτη καθαρότητά του.
Προσπαθούσα να το εντάξω στο προσωπικό μου σύμπαν, ώσπου κατάλαβα
πως αν θέλω να το σκηνοθετήσω πραγματικά, θα πρέπει να πάψω να αναζητώ
μέσα του την εικόνα μου σαν να βρισκόμουν μπροστά σε καθρέφτη. Το
κείμενο έχει μία ολότελα δική του ζωή. Κατά κάποιο τρόπο αρνείται να είναι
θεατρικό. Θα έλεγα πως ανήκει στον κόσμο του Αντιθεάτρου.
Στο έργο, μία κατασκευασμένη πραγματικότητα επιβάλλεται σε κάθε πολίτη,
χωρίς δυνατότητα επιλογής. Στην πραγματική ζωή, θεωρείτε ότι ο Έλληνας
πολίτης του 2023 έχει αυτή τη δυνατότητα επιλογής; Και αν ναι, τι είναι αυτό
που θα πρέπει να επιλέξει;
Έτσι κι αλλιώς ζούμε μέσα σε μια κατασκευασμένη πραγματικότητα, ένα
είδος Μάτριξ. Την έννοια αυτή την έχουν προσεγγίσει πάρα πολλοί διανοητές
ανά τους αιώνες, όπως ο Πλάτων, καθώς και μία σειρά φιλοσόφων μέχρι τις
μέρες μας. Εν προκειμένω, κάθε σύστημα κατασκευάζει τη δική του
πραγματικότητα. Αρεστή, ή όχι, αυταρχική, ή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα
μας, την επιβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν υπάρχει σύστημα που να μην
αποσκοπεί στην απόλυτη χειραγώγηση. Ακόμα κι εκείνα με τις καλύτερες των
προθέσεων αργά, ή γρήγορα θα καταλήξουν σ’ αυτές τις μεθόδους. Τα
ποσοστά ελευθερίας είναι στάχτη στα μάτια. Οι πεποιθήσεις που επιβάλλονται
δημιουργούν στρατιές υποταγμένων συνειδήσεων. Ασφαλώς και υπάρχει
τρόπος να αντιταχθεί κανείς, αλλά είναι τεράστιο το κόστος.
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το πιο σημαντικό μήνυμα, ή ιδέα που θέλει να
επικοινωνήσει το έργο;
Την ιδέα πως οι ταυτότητες φύλου είναι επιβεβλημένες, ότι δεν υφίστανται
πραγματικά και ότι επινοήθηκαν για λόγους χειραγώγησης και ταπείνωσης.
Επιπλέον το έργο στέλνει ένα μήνυμα πως πολλές φορές οι προστάτες μας
είναι οι χειρότεροι εχθροί μας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο συγγραφέας εισάγει
ένα συμβάν που προσιδιάζει στο σύνδρομο της Στοκχόλμης.
"Σήμερα σχεδόν όλα είναι αισθητισμός και αυτός παρεξηγημένος"
Πείτε μου ένα βασικό «συστατικό» που πρέπει να έχει ένα θεατρικό έργο για
να σας κεντρίσει επαρκώς το ενδιαφέρον ώστε να θέλετε να το
σκηνοθετήσετε.
Με ενδιαφέρουν τα έργα που συνδυάζουν την υπαρξιακή αγωνία με την
πολιτική κατάσταση. Ίσως επειδή το άτομο και το σύνολο τίθενται κάτω από
το ίδιο πρίσμα ανάλυσης.
Αρκετές από τις παραστάσεις σας, έχουν ταξιδέψει σε Ευρωπαϊκές χώρες.
Έχετε εντοπίσει διαφοροποιήσεις στα χαρακτηριστικά μεταξύ του εκεί κοινού
και του ελληνικού;
Φοβάμαι πως η ερώτηση ενέχει τον κίνδυνο της γενίκευσης, επειδή η σύνθεση
του κοινού, είτε στη χώρα μας, είτε εκτός, σε κάθε παράσταση αλλάζει. Θα
μπορούσα όμως να πω –με επιφύλαξη– ότι οι δυτικοί έχουν χάσει το πάθος.
Ενδέχεται αυτό να είναι το τίμημα ενός «πολιτισμού» που αποξένωσε τον
άνθρωπο από το σύνολο, που διέλυσε ακούσια, ή εκούσια την έννοια της
κοινότητας. Οι άνθρωποι που δεν έχουν λησμονήσει τις ρίζες τους
αντιλαμβάνονται περισσότερο την έννοια του τραγικού, τη σύγκρουση του
μοιραίου με την ελευθερία των επιλογών. Για μας η Μεγάλη Παρασκευή –ή
αλλιώς η έννοια της απώλειας– έχει ακόμα τη σημασία της. Ο επιτάφιος, τα
άνθη, ο θρήνος… Το πένθος στη δύση φαίνεται σαν να ξεχάστηκε. Στη χώρα
μας ζούσαμε πάντα στο μεταίχμιο των πραγμάτων, ο κλαυσίγελος είναι η
μοίρα μας. Και υποκλινόμαστε, κατά κάποιο τρόπο, σε δύο θρησκείες. Η
τέχνη του Διονύσου δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει πλάι στη λατρεία του
Ιησού. Ίσως πρόκειται για μια εθνική αδυναμία εστίασης σε ένα μόνο
αντικείμενο. Και πιθανόν αυτό είναι που μας σώζει.
"Η τέχνη του Διονύσου δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει πλάι στη λατρεία του
Ιησού"
Μνήμες και αναμνήσεις από την περίοδο στην Πάτρα και τι 'εισπράξατε'
εκείνη την περίοδο;
Επισκεπτόμουν για χρόνια την πόλη για δύο διαφορετικούς λόγους, αλλά και
κάπως παρεμφερείς. Έκανα εκεί δύο σκηνοθεσίες, ενώ αργότερα φοίτησα στο
Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Γνώρισα το υπέροχο θέατρο της πόλης, αλλά και
σπουδαίους ανθρώπους. Έπειτα επέστρεψα.
Έχετε ασχοληθεί και με τη διδασκαλία σε δραματικές σχολές. Ποιες
προκλήσεις αντιμετωπίζετε στο να μεταδίδετε τη γνώση σας στη νέα γενιά;
Έχω διδάξει σε αρκετές σχολές και εργαστήρια, πάντα με πάθος, επειδή ήθελα
να βελτιώσω το θέατρο και ν’ αλλάξω τον κόσμο. Αν το είχα πετύχει, θα το
έβλεπα, έτσι δεν είναι; Όμως η γνώση είναι ανέφικτη. Πληροφορίες
συλλέγουμε, μερικές φορές βγάζουμε κάποια τυχαία συμπεράσματα, άλλοτε
πετυχαίνουμε κάποιους αξιοσημείωτους συλλογισμούς, και αυτό είναι όλο.
Δεν είμαι βέβαιος, αλλά νομίζω πως χάθηκε η έννοια του μαθητευόμενου, δεν
εφαρμόζεται πια πουθενά η παλιά καλή συνταγή της μαθητείας πλάι σε
μεγάλους δασκάλους. Εννοώ τη μάθηση μέσω της μίμησης (πράξεως
σπουδαίας και τελείας). Αναφέρομαι στον τρόπο μετάδοσης της γνώσης που
εφαρμοζόταν στα εργαστήρια ζωγραφικής της Αναγέννησης, αλλά και του
Μεσαίωνα, ή ακόμα και στα μπουλούκια, ως άμεση εφαρμογή. Η προσήλωση
έχει απαξιωθεί. Ο Πυθαγόρας επέβαλλε πενταετή σιωπή στους δόκιμους. Η
αυτοπειθαρχία ήταν το πρώτο τους βήμα. Σήμερα σχεδόν όλα είναι
αισθητισμός και αυτός παρεξηγημένος. Ελάχιστοι υπηρετούν τον Διόνυσο.
Ποια είναι η γνώμη σας για την πρόσφατη κυβερνητική απόφαση που
εξισώνει τα πτυχία ανώτερων δραματικών σχολών & σχολών χορού και
κινηματογράφου με απολυτήρια λυκείου;
Miserabile visu.
Σας ικανοποιεί η ποιότητα του θεάτρου στη χώρα μας;
Σε γενικές γραμμές ναι. Υπάρχουν σπουδαίοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί, τις πιο
πολλές φορές παραγνωρισμένοι. Και, όχι, δεν ταυτίζεται η ασημότητα με την
ασημαντότητα.
"Δεν ταυτίζεται η ασημότητα με την ασημαντότητα."
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ο Κάφκα, ο Κόνραντ, η Γιουρσενάρ, η Μαρία Μήτσορα, ο Γιώργος
Χειμωνάς, η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Μπέκετ… Και πολλοί άλλοι.
Θα ήθελα να μου πείτε μία αγαπημένη σας ταινία και ένα αγαπημένο σας
βιβλίο.
«Ο Καθρέφτης» του Αντρέι Ταρκόφσκι και «Ο μύθος του Σίσυφου» του
Καμύ.
Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε μία παράσταση που να σας έχει αγγίξει
πολύ ως θεατή.
Έχω θαυμάσει αρκετές παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά
αυτή που με έστρεψε στη σκηνοθεσία ήταν μία παράσταση που είχα δει
κάποτε στο Σανταρκάντζελο της Ιταλίας από μία μικρή ομάδα από το Μιλάνο.
Το έργο, διασκευή ενός κειμένου του Χάινριχ Μπελ, είχε σκηνοθετήσει ο
Σέσαρ Μπρίε. Βλέποντας την παράσταση σκέφτηκα: Οπτική μουσική. Από
τότε, σε κάθε μου σκηνοθετική απόπειρα, προσπαθώ να προσεγγίσω εκείνο το
επίτευγμα.
Ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Εσπίριτου με αφορμή την παράσταση "Εκκρεμότητα" μιλά με το Γιάννη Αργυρούρη!