Φαίδωνα, φέτος επανέρχεσαι στο έργο του Εμμανουέλ Νταρλέ "Την Τρίτη στο σούπερ-μάρκετ" («Le Mardi a Monoprix»), σε ένα ρόλο με τον οποίο είχες ήδη αναμετρηθεί στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία, αποδοχή και βραβεία.
Δέκα χρόνια μετά ζω και μοιράζομαι αυτή τη μεγάλη χαρά, "την γιορτή μου της Μαρί-Πιερ" έτσι την λέω μέσα μου, έτσι την ονειρεύτηκα και μετά από περιπέτειες κι από περιπλανήσεις τώρα την αποθέτω, τα μάτια της στα μάτια μου κι απευθείας στα μάτια των θεατών. Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του συγγραφέα που έφυγε τόσο νωρίς (το 2016) από κοντά μας, στη μνήμη του Εμμανουέλ Νταρλέ που σίγουρα θα ήταν και πάλι κοντά μου, παρών στην πρεμιέρα και πάλι, στο Show What? αυτή τη φορά, να με χαίρεται, να χαίρεται το Μαριπιεράκι μας και τον μπαμπά Αντρέ, ξανά μαζί, στο φως μιας Τρίτης ακόμη στο Σούπερ-μάρκετ, όμως μπορεί και να ήταν, εγώ λέω πως ήταν, πως είναι κάθε φορά εκεί.
Πώς είναι να ξανασυναντιέσαι με την Μαρί-Πιερ 10 χρόνια μετά; Έχει αλλάξει ο τρόπος που την βλέπεις και μας την "παρουσιάζεις";
Η Μαρί-Πιερ του 2011-12 λέω, τότε σε μια εκπληκτική παράσταση, ένα "μπαλέτο", μεγάλη παραγωγή, συντελεστές, μετρημένη ερμηνεία, αυτό οδήγησε και στις βραβεύσεις από το κοινό, ήταν λέω τότε μια λαμπρή πεταλούδα κήπου ενώ τώρα μια νυχτοπεταλούδα, αυτές οι μικρές βελούδινες γκρίζες της νύχτας, η μάνα μου τις έλεγε ψυχούλες, μια ψυχούλα σήμερα παίζω, μια νυχτοπεταλούδα στο τζάμι, στο φως, περιγράφει μαγικά σε μια νουβέλα η Βιρτζίνια Γουλφ τον αγώνα της στο φως, το θάνατό της.
Η αλήθεια είναι πως η Μαρί-Πιερ κι ο μπαμπάς της, όπως και κάθε ρόλος, δεν έπαψε στιγμή να χτυπάει η καρδιά της στην καρδιά μου, μεγάλωσε, ωρίμασε μαζί μου, όταν πρώτη φορά πήρα τον δρόμο της, η αγωνία για την σχέση και την τύχη του δικού μου πατέρα, ζούσε τότε κι ήμασταν κάπως απόμακροι, σε απόσταση, ήρθε κάπως και κούμπωσε η έγνοια της στη δική μου, εκφράστηκε στην τότε παράσταση αυτή η "κοινή μας αγωνία", τι θα απογίνει αυτός ο πατέρας; Χρόνια μετά, η ανάγκη του και η επιλογή μου, έφερε τον γέρο πατέρα μου στο σπίτι μου, τον φρόντισα ο ίδιος, τον γνώρισα, τον αγάπησα από την αρχή, τον χάιδεψα, τον έπλυνα, τον έντυσα, όλα αυτά που περιγράφει η Μαρί-Πιερ, τότε ένιωσα πως θέλω πολύ να την ξαναπαίξω, η Μαρί-Πιερ σήμερα έχει αυτό το φως της φροντίδας, της αγάπης και της συγχώρεσης, είναι μια Μαρί-Πιερ πιο τρυφερή ακόμη, πιο ανθρώπινη, απαλλαγμένη εντελώς από κάθε σκηνικό καθωσπρεπισμό.
Αυτή την Μαρί-Πιερ, του καθενός μας, την Μαρί-Πιερ της ψυχής μας, αυτήν προσδοκώ να σας "παρουσιάζω".
Θεωρείς ότι είναι ένας από τους πιο απαιτητικούς ρόλους που έχεις ερμηνεύσει και με την επιπλέον ιδιαιτερότητα που έχει ένας μονόλογος;
Αυθόρμητα να πω η γλυκιά μου δεν έχει απαιτήσεις, μόνο χαρά μου δίνει, την αγαπώ τόσο πολύ. Για να απαντήσω όμως σοβαρά, ένας μονόλογος έχει πάντα την υψηλή απαίτηση από τον ηθοποιό που μόνος θα οδηγήσει, θα υποστηρίξει και θα υπερασπιστεί την παράστασή του. Εγώ στο έργο αυτό του Εμμανουέλ από παλιά "απαίτησα" ο ίδιος να αυξήσω τις δυσκολίες, έστησα ψηλά τα εμπόδια, όταν φοράς το φουστάνι, τα γοβάκια, ο κίνδυνος να πέσεις από το σκοινί στη σκηνή σαν μια καρικατούρα του ρόλου είναι μεγάλος. Όμως με οδήγησε στην παράλληλη ερμηνεία του πατέρα, ισορροπίες, ακρίβεια, ευαισθησία, χιούμορ, αμεσότητα, εσωτερικότητα, πιστότητα, όλα να συμβαίνουν εκεί μπροστά στους θεατές, τίποτα φερμένο σε ταπεράκι, έτοιμο από το σπίτι, σπαράγματα εκεί στον τόπο ανάμεσα, όσο χωράει ο τόπος από τα μάτια του θεατή στα μάτια της "αυτής καθεαυτής" μου, όπως λέγανε παλιά "ο κιμάς κόπτεται ενώπιον του πελάτου", με μεγάλη καρδιά, με γενναία ψυχή. Δεν είναι ο πιο απαιτητικός ρόλος, απαιτητικοί ήταν οι ρόλοι μου στην Επίδαυρο, ή σε κλασικά έργα που έχω ερμηνεύσει, πριν λίγες μέρες ο Κρέων στη Θηβαίδα του Ρακήνα, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αυτός ήταν απαιτητικός ρόλος, στην Μαρί-Πιερ μόνο χαρά, γλύκα, ευτυχία, απαιτητικός εδώ είμαι εγώ, είναι ο ηθοποιός, ευτυχώς.
"Δεν είναι ο πιο απαιτητικός ρόλος της Μαρί-Πιερ, απαιτητικοί ήταν οι ρόλοι μου στην Επίδαυρο, ή σε κλασικά έργα που έχω ερμηνεύσει"
σ
Σε αυτό το ανέβασμα, διακρίνεις διαφορές; Στο πώς ας πούμε το σημερινό κοινό ανταποκρίνεται/αντιδρά στο κείμενο, είναι πιο ώριμο, σε σύγκριση με το προηγούμενο ανέβασμα;
Νομίζω πια το κοινό είναι πιο "ανοιχτό", είναι πια εξοικειωμένο στην επαφή του κι έτοιμο να αποδεχτεί, να νιώσει, να το σκεφτεί, να επικοινωνήσει, τουλάχιστον περισσότερο από το κοινό του 2011-12, είναι κάποια βήματα μπροστά, σημαντικό αυτό, νομίζω τότε ακόμη και παρά τη συγκίνηση που πάντα προκαλούσε και προκαλεί η καλοσύνη, η γλύκα που φέρει η ηρωϊδα του Νταρλέ, αυτήν τη γλύκα ενός ώριμου στα χρόνια, αλλά πάντα κοριτσιού στην πράξη, τότε το θέμα του φύλου ήταν ακόμη σε εντατική διαπραγμάτευση της ανησυχίας μέρους του κοινού. Τώρα πια, αισθάνομαι με χαρά πως δεν απασχολεί. Η πλειοψηφία των θεατών, συγκινείται και ταυτίζεται στην αγωνία της αποδοχής από τον πατέρα. Στέκονται στην σχέση, στο πως διεκδικείς. Το ποια ακριβώς Μαρί-Πιερ θα είμαι κι όχι τόσο στο φύλο, σημαντικό πολύ αυτό, χαίρομαι τόσο πολύ. Μακάρι να φτάσει αυτό το πλειοψηφικό ρεύμα, στο κοινό της "Τρίτης" και να αποδειχθεί πλειοψηφικό και στην κοινωνία, μακάρι.
Αυτήν τη φορά η σκηνοθετική επιμέλεια είναι δική σου. Είναι νομίζω και η πρώτη σου σκηνοθεσία, αλλάζει η οπτική είναι κάτι το διαφορετικό; Σε ενδιαφέρει να το συνεχίσεις και να το εξελίξεις;
"Ανάγκα και θεοί πείθονται", έκανα ναι την σκηνοθετική επιμέλεια, να σας πω, υπάρχει και σε αυτό το θέμα το περί σκηνοθεσίας κάποια σύγχυση. Είμαι ηθοποιός μέχρι το κόκκαλο, ενεργητικός ηθοποιός. Προτείνω στους σκηνοθέτες μου, ακούω το όραμά τους και από πρόβα σε πρόβα, ακούω, καταγράφω. Ζω την εμπειρία της πρόβας, ξανά προτείνω, μετά από μια σειρά συμφωνιών θα ερμηνεύσω, ή θα υπερασπιστώ μέχρι τελικής πτώσης τον σκοπό, το στόχο, το όραμα. Καταλαβαίνω συχνά, το έχω ζήσει πολλά χρόνια τώρα, στην εποχή που σκηνοθέτες γίνονται κατά δήλωση, έχω νιώσει να είμαι καταλληλότερος σκηνικά να οδηγήσω, συχνά και να εμβαθύνω και να φωτίσω τους δρόμους και τα κρυφά ανεξερεύνητα μονοπάτια μιας πρόβας, έχω χαρίσει σε σκηνοθέτες αρκετές φορές με πλήρη ανιδιοτέλεια την "επιμέλειά μου" στην υπηρεσία της σκηνοθεσίας τους. Δεν είμαι όμως σκηνοθέτης, είμαι ηθοποιός. Ο σκηνοθέτης είναι άλλη κλίμακα δημιουργού, ευτυχώς συνάντησα και από αυτούς, πολλούς κι από τους άλλους, δεν θέλω όμως και να απαρνηθώ αυτήν τη μοναδική σχέση, τον έρωτα του ηθοποιού για τον σκηνοθέτη του, αν και γίνεται όσο μεγαλώνω όλο και πιο δύσκολο πια. Δούλεψα εξαιρετικά με τον Δημήτρη Μπαμπίλη, στη Θηβαίδα, με τον τρόπο του δούλεψα, με τα δικά του εργαλεία, φτάσαμε όμως ωραία μαζί. Ωραία και ουσιαστικά δουλεύω με τον φίλο και σκηνοθέτη μου, τον Λεωνίδα Παπαδόπουλο, επιστήμονες και καλλιτέχνες, αυτά τα παιδιά που σπούδασαν και σπουδάζουν για το όνειρό τους. Θα συνεχίσω τις επιμέλειες και θα το σκεφτώ, έχω μεγάλη εμπειρία, σαράντα χρόνια φούρναρης που λένε, νομίζω όμως η σκηνοθεσία, ο ορισμός της ανήκει στους νέους που πια την σπουδάζουν και χτίζουν το θέατρο του αύριο, εγώ θα κρατήσω τον τίτλο ενός ακόμη ηθοποιού.
"Θα ερμηνεύσω, ή θα υπερασπιστώ μέχρι τελικής πτώσης τον σκοπό, το στόχο, το όραμα"
Ο συγγραφέας του έργου ήταν και προσωπικός σου φίλος, του αφιέρωσες μάλιστα και την παράσταση! Θες να μας πεις κάποια πράγματα για εκείνον;
Ο Εμμανουέλ Νταρλέ ήρθε στην Αθήνα για την πρεμιέρα (τέσσερις παραστάσεις στη σειρά με καλεσμένους πρεμιέρας στο Από Μηχανής Θέατρο) της "Τρίτης", το φθινόπωρο του 2011, ήμουν ο τρίτος ηθοποιός στην Ευρώπη που θα έπαιζε τον μονόλογο της Μαρί-Πιερ, μετά τον Ντρειφούς στο Παρίσι και τον Σάιμον Κάλοου στο Εδιμβούργο το καλοκαίρι του ΄11. Εντυπωσιάστηκε από τη παράσταση και την ερμηνεία μου, ειδικά από την επιλογή μου να ερμηνεύω, να ζωντανεύω παράλληλα τον πατέρα, αλλά κι από την κινησιολογία μου στη σκηνή. Το λέω πάντα, το είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του, "ο Φαίδων είναι η Μαρί-Πιερ, ο μπαμπάς της και μαζί μια μπαλαρίνα στη σκηνή". Γίναμε τότε φίλοι και στο facebook, είχαμε ήδη κάποιους κοινούς φίλους και στο Παρίσι κι έτσι δεν χαθήκαμε, κρατήσαμε ζωντανή την επαφή, συχνά μιλούσαμε για το θέατρο στο μέσεντζερ τα βράδια, τόσο γλυκός, ευγενικός, γενναιόδωρος, λυπήθηκα πολύ, ήταν τόσο ξαφνικό όταν έφυγε, τον θυμάμαι πάντα με αγάπη, μεγάλη αγάπη κι ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Και λόγω των γνωστών γεγονότων, αναγκάζεσαι για πρώτη φορά να εμφανίζεσαι σε bar theatre αν δεν κάνω λάθος...Πώς νιώθεις δοκιμάζοντας τις δυνάμεις σου και σε αυτό το πεδίο, σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές;
Είναι η δεύτερη φορά, το 2014 μετά το καλοκαίρι του "Ιππόλυτου" της Λυδίας Κονιόρδου, Εθνικό, Επίδαυρος, περιοδεία, βλέπετε πως μετράω το χρόνο, τότε που ήμουν σε αυτό το έργο, που έπαιζα εκείνο το ρόλο, έτσι μετράω το χρόνο, ημερολόγιο των ρόλων η ζωή μου. Είχα λοιπόν ένα κενό τότε, η "Φλαντρώ" της Λυδίας θα παιζόταν-δεν έγινε τελικά, κρίμα- σε επανάληψη, δεν μπορούσα λοιπόν να αποδεχθώ άλλες προτάσεις, έπρεπε να είμαι ελεύθερος. Έμενα στο Κουκάκι τότε κι είχα αγαπημένο μου στέκι ένα μπαρ στον πεζόδρομο, το Πατάρι, θυμωμένος μέσα σε αυτή την εκκρεμότητα του τι θα κάνω και πότε θα παίξω, περιμένοντας να έρθουν ακόμη κάποιες ημερομηνίες (τότε μου αντιπρότεινε, πρόσεξε και λόγω της επιτυχίας που είχα κάνει με την Μαρί-Πιερ, την Κίρκη ντολορόζα, άλλος αγαπημένος πολύ ρόλος, στο "Λάκκο της Αμαρτίας" του Γιώργου Μανιώτη, την άνοιξη του ΄15 ανέβηκε) είπα λοιπόν ένα βραδάκι εκεί στο Πατάρι, θα παίξω εδώ. Έπαιξα, το "Κάθε Σαράντα Χρόνια" του Δημήτρη Τσεκούρα, σε σκηνοθεσία Νίκου Σακαλίδη, υπαρξιακός μονόλογος, που ο Δημήτρης είχε γράψει για τον σπουδαίο Δημήτρη Οικονόμου, δεν πρόλαβε ο υπέροχος αυτός ηθοποιός να τον ερμηνεύσει κι έτσι είχα το δώρο αυτό, μαζί και την εμπειρία να παίζω σε μπαρ. Μεγάλη εμπειρία, επιτυχία κι από τις παραστάσεις μου που καμαρώνω. Είμαι ηθοποιός ρεπερτορίου, πασχίζω, δίνω τον αγώνα, επιλέγω να είμαι, είμαι όμως κι αυτά τα χειροποίητά μου, η Μαρί-Πιερ, το πλάσμα Blance της "Μετεπιβίβασης" του Μιχάλη Παλίλη, το "Κάθε Σαράντα Χρόνια" στο Πατάρι, η "Σοφία" στην Οικία Κατακουζηνού και το ταξίδι της σε ναούς και μουσεία, ή μνημεία με τον Λεωνίδα Παπαδόπουλο, η σπουδή μου στον Άμλετ κι άλλα πολλά. Είμαι κυρίως αυτά, ή και αυτά, ανάλογα πως πέφτει της ζωής το φως. Μου πάει το μπαρ, δεν μου πάει το stand up, δεν κάνω παρλάτα, η αμεσότητα όμως, η κατάργηση της σύμβασης, το γκρέμισμα του τέταρτου τοίχου, μου πάει πολύ, έχω την εμπειρία, αλλά μάλλον και το ταλέντο γι' αυτό, αναπνέω μέσα από τα μάτια των θεατών, στέκω διάφανος μπροστά τους στο φως, βλέπουν την καρδιά που χτυπάει, την ψυχή μου να πάλλεται, ώσμωση λέω, εγώ κι αυτός, ο κάθε θεατής, με κάθε θεατή και είναι μαγικό.
"Αναπνέω μέσα από τα μάτια των θεατών, στέκω διάφανος μπροστά τους στο φως, βλέπουν την καρδιά που χτυπάει, την ψυχή μου να πάλλεται"
Έχεις ασχοληθεί και με την συγγραφή και μάλιστα το "Χώμα στην Μπανιέρα", ήταν υποψήφιο για το βραβείο "Κάρολος Κουν" θεατρικού έργου 2002. Πώς σου προέκυψε η συγγραφή; Είναι κάτι που σκοπεύεις να επαναλάβεις;
Ω πολλά πολλά χρόνια πίσω, το 2001 το έγραψα, σηκωνόμουν το πρωί, στον καφέ, έγραφα μια εικόνα, την έριχνα στο συρτάρι, κραυγή στην κραυγή, μια κραυγή ήταν το 'Χώμα στη μπανιέρα', σώμα δηλαδή, το γυμνό μου σώμα στη μπανιέρα, μοιρασμένο σε τέσσερα παιδιά που θάβουν τη γιαγιά τους στη μπανιέρα για να κρατήσουν τη σύνταξή της. Προφητικό, έγινε μετά από χρόνια, έγινε στα χρόνια της κρίσης, βέβαια ένα ποιητικό κι αντί-ποιητικό μαζί έργο, το έγραψα, παρουσιάστηκε σε μια παράσταση αναλογίου, βρέθηκα στα βραβεία Κουν για συγγραφή, υπήρξε ενθάρρυνση από αρκετούς τότε να γράψω, να συνεχίσω να γράφω, αλίμονο ένα έργο δεν σε κάνει συγγραφέα, έγραψα ένα ακόμη, το τέλειωσα και το πέταξα. Δεν είμαι συγγραφέας, οι ηθοποιοί είμαστε κάπως σαν πολυεργαλεία, έχω την αίσθηση της ατάκας, έχω την ατάκα και δεν κρατιέμαι να μην την πω. Έχω τα νήματα, συνδέομαι, ακούω κι εγώ το μεγάλο ποτάμι να περνάει πάνω από το κεφάλι μου, έτσι να κάνω βουτάω, σαν σολομός θα κυλήσω στο πιάτο μου. Όπως και κάθε τι, ηθοποιός, συγγραφέας, ζωγράφος, μουσικός, χορευτής, όποιος δημιουργός, δεν σε κάνει μόνο το ταλέντο, σε κάνει η εμμονή, η επιμονή, η υπομονή, η αντοχή, η αφοσίωση, το πάθος, η διάρκεια, μια ζωή δηλαδή και δεν φτάνει.
"Όχι δεν ήμουν τυχερός, ήμουν επίμονος, ένας επίμονος ηθοποιός, σαν κηπουρός"
Έχεις επίσης ασχοληθεί και με την παραγωγή , καθώς στην εξαιρετική εκείνη παράσταση στο "The Lisbon Traviata" (2010) σε σκηνοθεσία του συναδέλφου σου Λάζαρου Γεωργακόπουλου ήσουν παραγωγός, αλλά και ταυτόχρονα ένας εκ των πρωταγωνιστών... με τον άγνωστο τότε στο πλατύ κοινό Βασίλη Μπισμπίκη. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Την "Lisbon Traviata" την είδα σαν παράσταση το 2003 στο Λονδίνο, σε ένα κλασικό pub-theater. Ο ηθοποιός που έπαιζε τον ρόλο μου, τον Μέντυ, ήταν υποψήφιος στα βραβεία Ολίβιε εκείνη τη χρονιά νομίζω, ή την προηγούμενη. Με τον Λάζαρο όμως και τον Βασίλη Μπισμπίκη παίξαμε πρώτα στον "Ορέστη" το 2008, σκηνοθεσία του υπέροχου ανθρώπου και καλλιτέχνη, του Ουνκόφσκι, με ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο. Κάναμε παρέα τότε, φίλοι και οι τρεις, πρότεινα το έργο, είχαμε κι έναν παραγωγό που διαφωνήσαμε μαζί του, είχα πουλήσει ένα σπιτάκι στο Πήλιο τότε, της μαμάς μου που την έχασα νωρίς, μη φανταστείς, ένα πολύ μικρό σπιτάκι σε ένα χωριό, τη Συκή, είχα λίγα χρήματα, άντε είπαν όλοι κρίμα να χαθεί τέτοια ευκαιρία, να χάσουμε τέτοιο έργο τέτοια συνεύρεση. Συμπτωματικά λοιπόν βρέθηκα στην παραγωγή, σαν πρώτος υποψήφιος να χάσω τα χρηματάκια μου, αυτά τα λίγα, έχασα κοντά εικοσιπέντε χιλιάδες ευρώ τότε παρά την τεράστια επιτυχία. Μα τώρα λένε παραγωγή κι εννοούν ίσως, πεντακόσια ευρώ μπάτζετ, μου έχει τύχει, τότε πλήρωσα μια μεγάλη παραγωγή και δεν εννοώ τους μισθούς των ηθοποιών, σκηνοθεσία ομαδικη, ακόμη και η μετάφραση βγήκε στο τραπέζι. Επιλέξαμε να μπει του Λάζαρου το όνομα στην υπογραφή για το καλό της παράστασης, μεγάλος πρωταγωνιστής, ήταν ήδη και σκηνοθέτης, υψηλής διάνοιας, καλλιτέχνης, δουλέψαμε όμως ομαδικά με όλους και το Βασίλη, αγαπημένη παράσταση, ουσιαστικά το βήμα που με έφερε κι αυτό εκεί, με είχαν δει, στην Μαρί-Πιερ.
Είσαι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και μάλιστα έχεις προλάβει να γνωρίσεις, να διδαχθείς και να συνεργαστείς με ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Αλέξης Μινωτής, είναι τύχη και ευλογία κάτι τέτοιο; σε πηγαίνει παραπέρα κι Εσένα τον ίδιο;
Γνώρισα την Άννα Συνοδινού, είκοσι χρονών, μου έκανε ορθοφωνία στο σπίτι της, ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα, στο σαλόνι της εκείνη πάνω μου να με πιέζει κι εγώ να λέω, "Πατέρα", ξανά "Πατέρα", την πρώτη λέξη του Αίμωνα στην Αντιγόνη, στο μονόλογο προς τον Κρέοντα, είχα ένα ρο τότε που το χαϊδευόμουν, έτσι μου έλεγε η Άννα Συνοδινού, χαϊδεύεσαι το ρο και κρρρρου παπαμ κρρρρουπαπαμ γυρίζαμε γύρω γύρω το διαμέρισμα στην Αστυδάμαντος, μέχρι που μια ημέρα με άφησε να πω και μια ακόμη λέξη αφού άκουσε καθαρά το "πατέρα". Μπήκα στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με διευθυντή τον Τάσο Λιγνάδη, Μαίρη Αρώνη, Αντιγόνη Βαλάκου, Ιάκωβος Ψαρράς, Μαρία Χορς, Έλεν Τσουκαλά, Όλγα Τουρνάκη, πολλοί ακόμη, αποφοίτησα το 1988 κι αμέσως μαθήτευσα στο εργαστήρι ηθοποιών που τότε ξεκινούσε, αρχικά μόνο για ηθοποιούς, του Βασίλη Διαμαντόπουλου.
"Βάζω το βιογραφικό μου στον τοίχο, όχι για να καμαρώσω, ή για να βρω δουλειά, αλλά για να μην είμαι 'αγνώστου' προέλευσης, προορισμού"
Τελειώνεις το Εθνικό και την επόμενη χρονιά πας στην Επίδαυρο, πόσο συναίσθηση είχες του τι πραγματικά σου συμβαίνει;
Το 1989 πρώτη μου Επίδαυρος, στο χορό του "Οιδίποδα επί Κολωνώ", στην συγκλονιστική τελευταία εκείνη κάθοδο του Μινωτή στην Επίδαυρο, από κοντά Τσαρούχης, Χορς, η αγαπημένη μου δασκάλα, πολλοί, θεοί και δαίμονες, το έζησα. Στα χρόνια που περνούσαν μετρήθηκαν οι μέρες και τα έργα, στο ένα τάσι της ζυγαριάς, Αυτοί όλοι, μια παρακαταθήκη στη ζωή μου, στη ζωή όσων γευτήκαμε κάτι, το πιο μικρό ψιχουλάκι που έπεφτε από το ψηλό τραπέζι τους, από την άλλη στο άλλο τάσι να ζυγίζεις το "κάθε τώρα", την κάθε πρόταση που σου έρχεται, να παίξεις αυτό, ή εκείνο. Με πηγαίνει ναι παραπέρα, μα αν έχω το μέτρο που αναλογεί σε αυτούς με το ίδιο μέτρο θα με μετρήσω, τι και ποιον να κλέψω; Έμαθα από το πάθος του, δεν είμαι ο τύπος του μαθητή, που λέει "Δάσκαλε", ευγενικά πάντα αμφισβητώ, είμαι όμως ο καλός, ο επιμελής, ο εργατικός μαθητής, έμαθα πολλά κι όλα τα κοσκίνισα στης εμπειρίας, στης ψυχής μου το κοσκινάκι, τα έκανα δικά μου. Θυμάμαι πια και παίρνω μέγεθος για όσα καμαρώνω να λέω από σένα Δάσκαλε στη μνήμη μου, πήρα αυτό το σποράκι και δες τι άνθισε τι κάρπισα. Περηφάνια, όχι τύχη, όταν μου λένε είσαι τυχερός απαντώ αν ήμουν τυχερός θα ήμουν με τους λίγους, εκείνους τους προστατευμένους, όλο Εθνικό, όχι δεν ήμουν τυχερός, ήμουν επίμονος, ένας επίμονος ηθοποιός, σαν κηπουρός.
Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα από το πρωτοξεκίνημά σου μέχρι σήμερα; Είναι για σένα η νέα εποχή των social media καλύτερη; Κάποιοι συνάδελφοί σου υποστηρίζουν ότι τα νέα μέσα τους διευκολύνουν στη δουλειά τους...
Τι να λέμε τώρα, δεν υπάρχει η εικόνα του θεάτρου όπως ήταν όταν ξεκίνησα και δεν είμαι αρχαίος. Ήμουν νεαρός τη δεκαετία του ογδόντα, το 1988 βγήκα από τη Σχολή του Εθνικού, αλλά από τα είκοσί μου ήδη είχα βγει στο θέατρο, στο θεατράκι του Μπέλλου στην Πλάκα, μετά έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Εθνικό. Πρόλαβα την Αλίκη και την Καρέζη κι όλους τους τότε θιασάρχες-πρωταγωνιστές, το Θέατρο Στοά, το Αμφιθέατρο, το Ανοιχτό Θέατρο, το Έρευνας, το Απλό, μετά τη Σκηνή του Βογιατζή, το Αμόρε, το Εμπρός και την Ομάδα Θέαμα - ήμουν κι εγώ- του Κακλέα, στο παλιό Παγοποιείο Φιξ τότε, αρχές του ΄90. Έζησα τη λεγόμενη εποχή των Σκηνοθετών, τη χρυσή εποχή του Εθνικού επί Κούρκουλου, χρυσή βέβαια γιατί ήταν ανοιχτό το Εθνικό σε όλους, όλες οι φατρίες ήταν εκεί, ο Κούρκουλος άνοιγε το Εθνικό σε όλους, ταξίδεψε το Εθνικό, το έστειλε παντού. Έζησα και τον παγετώνα, να στέκουν με τη ρομφαία πάνω από το κεφάλι του ηθοποιού μην τυχόν κι αισθανθεί, εξολόθρευση συναισθημάτων, κοίτα τώρα, δικαίως κατηγορήθηκε το ψευτοαίσθημα, θεωρήθηκε ψευτοαίσθημα οτιδήποτε αισθανόταν ο ηθοποιός, έγινε παρεξήγηση κι εξήγηση δεν δόθηκε, έφτασε λοιπόν να θεωρείται καλό το τίποτα, καμάρωνε μια κυρία που λένε του θεάτρου, πως δεν έπαιξε τίποτα, αυτό είναι αλήθεια της απάντησα, όλοι το αντιληφθήκαμε. Ήρθε και η κρίση κι έδωσε το τελειωτικό χτύπημα με κερασάκι από πάνω την περίοδο του κορωνοιού... Γκρεμίστηκε η πυραμίδα και καλά έπαθε, οι πυραμίδες είναι τάφοι, μνημεία του κατεστημένου, όμως πάνω στα ερείπια, στα ατάκτως ερριμμένα, βρήκαν την ευκαιρία κάμποσοι να "τρουπώσουν", να στήσουν τα μαγαζάκια τους, τις χάντρες και τα φύκια τους για μεταξωτές κορδέλες, ένα γαϊτανάκι σαλτιμπάγκων, που ήταν όλοι αυτοί λες, με τα σοσιαλ μάλιστα διαβάζεις ο σπουδαίος ένας, ο σπουδαίος άλλος, λέω εδώ έζησα, μέσα στο θέατρο, τους γνωρίζω, πως κι από που ήρθε ο χορός αυτός των σπουδαίων, μια απάντηση βρήκα σε αυτό, βάζω και ξαναβάζω το βιογραφικό μου στον τοίχο, όχι για να καμαρώσω, ή για να βρω δουλειά, αλλά για να μην είμαι "αγνώστου" προέλευσης, προορισμού, ποιητή, ζωγράφου, σύμπαντος. Είμαι αυτός κι έζησα αυτή τη ζωή, κι αυτό είναι το τραγούδι της ζωής μου, ορίστε και η παρτιτούρα, κάπως έτσι.
"Είμαι αυτός κι έζησα αυτή τη ζωή, κι αυτό είναι το τραγούδι της ζωής μου, ορίστε και η παρτιτούρα"
"Να ζούμε, να χαιρόμαστε, να μοιραζόμαστε, ν'αγαπάμε, ο καθένας με τον τρόπο του κι όπως του αρέσει!"
Τι θα ευχόσουν στον εαυτό σου και τι στο κοινό για το μέλλον;
Εύχομαι υγεία και να είμαστε, να υπάρχουμε, να ζούμε μια ζωή που δεν μας πληγώνει και δεν πληγώνει κανένα πλάσμα γύρω μας με σεβασμό στη ζωή, με μάτια στην ομορφιά, με ζωντανές τις αισθήσεις, με ταξίδια και μαγικές παραισθήσεις, με θέατρο, πολύ θέατρο, με συναντήσεις, με έρωτα, αγάπη, δημιουργία, με χώρο για όλους, με ειρήνη, με δημοκρατία, με ελευθερία, με τη ζωή που διαλέγουμε, τον εαυτό που διαλέγουμε, αυτοί καθεαυτοί οι εαυτοί μας όπως εμείς μας βλέπουμε κι όπως θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι... Να ζούμε, να χαιρόμαστε, να μοιραζόμαστε, να αγαπάμε, ο καθένας με τον τρόπο του κι όπως του αρέσει.
Θα ήθελα κι εγώ να παίζω, ένα το πολύ δυο ρόλους το χρόνο, να μην έχω την αγωνία, δούλεψα χρόνια, μπορώ, θα ήθελα κι εγώ να το ζω λίγο πιο εύκολα στα πρακτικά λέω πια, δεν γίνεται δεν πειράζει, συνεχίζω, είμαι εδώ, παίζω και ζω.
Σας ευχαριστώ πολύ για τις ωραίες ερωτήσεις και συγνώμη που δεν είμαι λακωνικός, δεν τα καταφέρνω με λίγες λέξεις, εκτός και γράφει ο Μπέκετ, ο Μεγάλος, ο Μέγιστος αυτός.
Ο Φαίδων Καστρής συνομιλεί σε μια κουβέντα εφ' όλης της ύλης με το Νίκο Ελευθερίου και το Γιάννη Αργυρούδη!
"Την Τρίτη στο σούπερ-μάρκετ"
ticketservices.gr/event/tin- triti-sto-super-market/? fbclid= IwAR2mB1QgF1o0wpcCDEsXlQCD7Xh8 u76BDkJmkirWvYPb3Mv0E9h3A8Cz66 A
του Εμμανουέλ Νταρλέ
Μετάφραση: Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη
Σκηνοθετική Επιμέλεια: Φαίδων Καστρής
Φωτισμοί- Φωτογραφίες Παράστασης: Σπύρος Τσακίρης
Παραγωγή: Show What?
Διεύθυνση Παραγωγής: Ντορίτα Λουκίσσα
Στην παράσταση ακούγεται το τραγούδι του Cyril Mokaiesh «Va savoir»
Eρμηνεύει ο Φαίδων Καστρής
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Show What ? Πλ. Μεσολογγίου 6, Αθήνα, Τηλ.: 210 729 5401
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Από Τρίτη 25 Οκτωβρίου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15
Διάρκεια παράστασης: 70΄
Τιμή εισιτηρίων: 10 ευρώ
Αγορά εισιτηρίων-κρατήσεις: 6932108270
Προπώληση:https://www.