Το ρολόι που μας αφορά δεν είναι αυτό που καταμετρά τις ώρες αλλά που κατανέμει το μέρος της φθοράς και της αφθαρσίας των πραγμάτων όπου, έτσι κι αλλιώς, μετέχουμε, όπως μετέχουμε στη νεότητα και στο γήρας. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Εν Αρχή ην το Τέλος» σχεδιάζει ένας ζωγράφος στην αρχή του βιβλίου της Τζένης Δάγλα, και η ίδια αναλαμβάνει αυτό το εγχείρημα: πιάνει αυτό που ονομάζουμε ΧΡΟΝΟΣ από το Σ και το γδέρνει (κατά Ελύτη) ίσαμε το Χ, δημιουργώντας το ΣΟΝΟΡΧ, τη δική της Άγνωστη Χώρα, με τα Les Anthropakia της (λόγω του θεατρικού ‒συγγραφικού και θεωρητικού‒ υποβάθρου της συγγραφέως, μάλλον πρόκειται για persones ή μαριονέτες στα χέρια του Χρόνου).
Ξεκινάμε, μαζί με τη συγγραφέα, να ξετυλίγουμε το κουβάρι του βιβλίου: Εγώ που γράφω αυτό το ημερολόγιο, τι θέλω από τον Χρόνο; Προσπαθώ να διακρίνω διόδους που ίσως οδηγήσουν σε μια βαθύτερη κατανόηση, να φωτίσουν ‒αμυδρά έστω‒ τον λαβύρινθο ανάμεσα στον Χρόνο και σε μας. …να συνδέσω τον Χρόνο με τη στιγμή, να τα πλέξω βελονάκι.
Το ταξίδι του Χρόνου είναι προσωπικό: ακριβώς γιατί είναι συλλογικό, το ταξίδι όλων. Στο ταξίδι αυτό, αφού ένα κομμάτι του εαυτού μου προχωρά προς την ταχεία του Χρόνου, περιδιαβαίνουμε ως αναγνώστες, συντροφιά με πραγματικούς και φαντασματικούς φίλους της συγγραφέως, πραγματικούς τόπους ‒Βρότσλαβ και Κρακοβία, Πλάκα, Μοναστηράκι, Μύκονος, Φρανκφούρτη, Κρήτη, Τύρναβος, Ιωάννινα, Λυκαβηττός και Θησείο (κάθε τόπος και ιστορία, κάθε στάση και άνθρωποι)‒ και ονειρικά τοπία ‒όταν η ταχεία της ζωής (Χρονοστοιχία;) σταμάτησε: σωριάζομαι στα σύννεφα, όχι χάμω, πάνω, έδα-φως‒, κι επισκεπτόμαστε το Σονόρχ, το μουσείο-Τribute στον Χρόνο!
Κάθε αίθουσα και μια πτυχή διερεύνηση: Άρωμα Χρόνου, ΚΑΙ η σκακιέρα…, WARHAL five (Παλιάς Αγωνίας), Eco-Χρόνος, Θρόνος του Οικοδεσπότη, APOCALYPSIS, Εναλλακτικός Ντόριαν Γκρέι… Όμως, τι είναι ο χρόνος για την Τζένη Δάγλα; Για να ξαναγυρίσουμε στην αρχή του βιβλίου, η συγγραφέας στοχάζεται πάνω στον χρόνο, χωρίς άμεσες αναφορές όμως σε συγκεκριμένες φιλοσοφικές στάσεις, παρότι αναγνωρίζει κανείς συνδέσεις: Ο χρόνος δεν περνά, ρέει αλλά δεν περνά… Ο χρόνος είναι ο αφέντης του Κόσμου. Οι σκέψεις αυτές θυμίζουν αυτό που ποτέ δεν διατύπωσε ρητά ο Ηράκλειτος: πάντα ρει, αλλά ουσιαστικά συνάδουν με το βάθος της ρήσης του: ποταμοίσι τοίσιν αυτοίσιν εμβαίνουσιν έτερα και έτερα ύδατα επιρρεί. Το ποτάμι του χρόνου ρέει, με συνεχώς άλλα ύδατα, άλλες ιστορίες, άλλους ανθρώπους.
Όμως και: Η ζωή είναι Οντότητα, ρέει αλλά δεν χάνεται, συμπληρώνει η συγγραφέας. Δηλαδή Ζωηαιωνιότητα, με μια από τις λέξεις της γλωσσοπλάστη Δάγλα (θα επανέλθω στο ενδιαφέρον συγκεκριμένο στοιχείο του βιβλίου). Δεν είναι τυχαίες επίσης οι αναφορές της σε αντικείμενα που συνδέονται με τον χρόνο: Το ρολόι… περισσότερο το υπηρετούμε απ’ ό,τι μας υπηρετεί ‒ πράγμα του πράγματος εμείς. Ο καθρέφτης, έχοντας τόσα χρόνια καθρεφτίσει τον έξω κόσμο, κουράστηκε… θέλει μόνο ν’ αναπνέει, ελεύθερος, σοφός… Η στεφάνη του χρόνου: Κυκλικός χρόνος, όλο μαλακή, καμπύλη ενέργεια… μια κουκκίδα που ανοίγει σε τεράστιο στεφάνι, εύκαμπτο, και γίνεται πάλι τόση δα… Φτάνουμε λοιπόν στο επόμενο στοιχείο του χρόνου, την κατά Ηράκλειτο κυκλική δομή και ρυθμική περιοδικότητα, όπως το διαβάζω εγώ, κι όχι στην ανατολικού τύπου κυκλικότητα μέσω της μετενσάρκωσης/αιώνιας επιστροφής ή της χριστιανικής ανάστασης εκ νεκρών. Είναι νομίζω καθαρό σε κάποια αποσπάσματα του λόγου της: ο άνθρωπος ανθίζει και φυλλορροεί πολλές φορές, κατά βούληση… Ο χρόνος προμηθεύει τις πρώτες ύλες της φθοράς στην πρώτη ύλη της δημιουργίας. …έξω από τον χρόνο, είναι μέσα μας… Η εσωτερική ζωή δεν ξέρει Χρόνο κι αν δεν συμπαρασυρόταν από τη Σάρκα, θα του είχε μόνιμα γυρισμένη την πλάτη, όπως στην ελαστική «πραγματικότητα» του ονείρου.
Την απασχολεί η φθορά, το γήρας, ο θάνατος: Είμαστε κουστούμια ντουμπλ φας, η ζωή είναι η μία «καλή» μας και ο θάνατος η άλλη…, είμαστε: Χρόνος σε δυο πόδια… (με) συνείδηση του τέλους. Σ’ αυτά αντιπαραβάλλει το όνειρο, την τέχνη και τις λειτουργίες τους: Χόμπι μου είναι η πραγματικότητα. Και δουλειά μου το όνειρο. Και παραθέτει την επιδίωξή της στον προσωπικό, velvet Χρόνο της: …οι μυστικές δυνάμεις, το ονειρικό Αμάλθειας κέρας, ο θεϊκός μας, ανώτερος, εαυτός, το ακατοίκητο κομμάτι της ζωής. Η πάλη, με την ομοιομορφία της διάρκειας, …τη «δημοκρατία του ομοιόμορφου Χρόνου». Είναι γι’ αυτό που μέσα από πολλαπλές ιστορίες ταξιδιωτών του Χρόνου (από την Κάλλας, τον Ρεμπώ και την Μποβαρύ ως γείτονες, φίλους κι εραστές), όνειρα και (νομικός γαρ) συμπαντικούς νόμους (Ενότητα – Δόνηση – Δράση – Ανταπόκριση – Έλξη – Σχετικότητα – Ρυθμός – Αποζημίωση…), χώρους κι αντικείμενα (χρυσώνουμε ό,τι μετασχηματίζουμε, το κάνουμε χρύσιμο!), περνά ξυστά από την πραγματικότητα, προσέχοντας μη συγκρουστεί, για να γράψει και να ζήσει πυκνότερα… με ευλάβεια για το δώρο της ζωής. Άλλωστε: είναι η Αγάπη που χρυσώνει τον Χρόνο μέσα μας ‒ η Αγάπη που προσδοκούμε κι η Αγάπη που χάθηκε.
Μάλιστα στο δίπτυχο έρωτας-αγάπη (άλλο πράγμα είναι η αγάπη κι άλλο ο έρωτας, μας έχει πει ο Ελύτης) στηρίζεται η δομή του βιβλίου: Το πρώτο μέρος, πιο πραγματικό πιο εξωστρεφές και στοχαστικό, ψάχνει και χάνει τον έρωτα.
Το δεύτερο, ονειρικό και θεατρικό (η βελουδένια αυλαία ανεβοκατεβαίνει), ποιητικό (συχνά με τον τρόπο της οπτικής ποίησης), ξετυλίγεται σαν παιχνίδι πάνω σε μιαν ανήσυχη σκακιέρα που τα Χρονολούλουδα την ξεφτιάχνουν, ξεστρώνουν, ξεχορεύουν δώθε κείθε…, απογειώνεται στο όνειρο και γειώνεται εν τέλει στην εναλλακτική Συνάντηση: έχω λιώσει μέσα στον κόσμο / έγινα περίληψη όλων! Δίπτυχες και πολλές λέξεις της: Ζωή αιωνιότητα (την είδαμε ήδη), Καθρεφτόν (καθρεφτισμένο ον, μυριάδες Καθρεφτόντα ζουν και κινούνται σε κάθε καθρέφτη, για κάθε άνθρωπο μια τεράστια παρέα του εαυτού του), Στιγμεαυτοί (τα πολλαπλά πρόσωπα που καλούνται από τον μικρό Χρόνο, την ώρα με το συμβάν της, για να εκδηλωθούν).
Δίπτυχοι κόσμοι όπου καθετί συναιρείται και παλεύει ταυτόχρονα (πάντα κατ’ έριν γίνεσθαι, πάλι ο Ηράκλειτος), εμπεριέχοντας την αρρώστια (η μούργα του πολιτισμού), την αδικία (αν τα ποτάμια των πλούσιων ευρωπαϊκών πόλεων ήταν καθρέφτης δικαιοσύνης, ο Λευκός πολιτισμός δεν θα είχε είδωλο, γιατί είναι βαμπίρ, γιατί τράφηκε από αίμα φτωχότερων ηπείρων), το μικρό και το μέγα: Ο κόσμος είναι ο μέγιστος άνθρωπος κι ο άνθρωπος ο λιλιπούτειος κόσμος, όλα με τάξη… «όπως απάνω, έτσι και κάτω». Αυτός είναι ο διαλεκτικός τρόπος του Ηράκλειτου (Οδός άνω κάτω μία και ωυτή), που μοιάζει (ίσως χωρίς πρόθεση, πάντως) να συντονίζει το πόνημα της Δάγλα, ένα αμάλγαμα που για να ονομαστεί μάλλον θα χρειαστεί να επινοήσουμε έναν νέο (αδόκιμο ίσως) όρο: οπτική θεατροπροζαποίηση.
ΓΙΟΥΛΗ ΒΟΛΑΝΑΚΗ Επιμελήτρια-συγγραφέας Oκτώβριος 2021