alex tsolka CROP

Ξεκινώντας από τα έντυπα και τις εκδόσεις, και μόνιμη πλέον κάτοικος των
ΗΠΑ, η συγγραφέας και δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Τσόλκα παρουσιάζει στο
ελληνικό αναγνωστικό κοινό το όγδοο βιβλίο της, με τίτλο «Pax Αμερικάνα»,
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Οι εικόνες ωμές και συγκλονιστικές, έτσι όπως καταγράφονται από τη
συγγραφέα για την ήπειρο που τη φιλοξενεί. Η ανάλυση της
ανθρωπογεωγραφίας του χώρου βαθιά και εύστοχη. Ο λόγος της σύγχρονος,
διορατικός και σκληρά ρεαλιστικός: «Πρόσεξε εσύ, σήμερα, που ενοχλείσαι
απ’ τους ξένους, τους διαφορετικούς, αυτούς του άλλου χρώματος ή της
άλλης από χρώσης δέρματος, θρησκείας, προφοράς. Αύριο ή μεθαύριο
μπορεί να είσαι αυτό ακριβώς. Μετανάστης! Πρόσφυγας! Ηλικιωμένος!
Εξαρτημένος! Φτωχός! Κοίτα τι εύκολο που είναι. Είσαι αφημένος στο έλεος
της εποχής σου. Και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα και, βέβαια, στην
Αμερική…»
Το «Pax Americana» είναι μια ιστορία για το περιθώριο, τον ρατσισμό, τη
μετανάστευση, την προσφυγιά, τη φτώχεια και την αρρώστια, τα ναρκωτικά
και το αλκοόλ, τα γηρατειά, τις εμμονές και τις θεωρίες συνωμοσίας. Μιλά για
ζωές εκτός ψηφιακής δικτύωσης, χωρίς απλικέισον ρετούς και λάικ. Δεν έχει
να κάνει τόσο με την Αμερική, όσο με τον κόσμο των χαμένων της εποχής
μας, που άλλαξε για όλους και παντού, σε όλα τα μήκη και πλάτη του
πλανήτη. Ιστορίες σκληρές για αντιήρωες που αναζητούν τη θέση τους στον
νέο αυτό κόσμο.
Τα τελευταία χρόνια, η Αλεξάνδρα Τσόλκα μένει μόνιμα στις ΗΠΑ. Όπως
δήλωσε πρόσφατα και η ίδια σε συνέντευξή της (στο MAXMAG): «Δουλεύω
πολλές ώρες, όπως κάθε μετανάστης στον κόσμο αυτό και σε δουλειές που
δεν εκπαιδεύτηκα για να κάνω, ενταγμένη πλέον στην τεράστια εργατική
αμερικανική τάξη. Είμαι απ’ αυτούς που δεν δίνεις σημασία, ούτε δεύτερο

βλέμμα ρίχνεις. Που θεωρείς πως είναι εκεί, δεδομένοι, να σε σερβίρουν, να
σε εξυπηρετήσουν, να σου βάλουν τα ψώνια σε σακούλες, να σου κόψουν
εισιτήριο, να σε οδηγήσουν στη θέση σου, να πάρουν την παραγγελία για το
φαΐ σου, να σου φέρουν τα ρούχα σου στο καθαριστήριο. Είμαι απ’ αυτούς
τους αόρατους ανθρώπους. Μιλάνε δυνατά στο κινητό τους, ενώ εγώ
δουλεύω, γιατί απλά, για αυτούς δεν υπάρχω παρά σαν φόντο. Αν μου
απευθυνθούν μιλάω σπαστά τη γλώσσα τους, και ενοχλούνται γιατί πρέπει να
καταβάλουν προσπάθεια για να με καταλάβουν, ή με κοροϊδεύουν. Και
ξαφνικά είμαι απέξω απ’ όλο αυτό και απλώς το παρατηρώ και θέλω να το
διηγηθώ σαν ιστορία. Είμαι κουρασμένη, αλλά σαν να μην μπορώ να κάνω
αλλιώς. Δικό μου βιβλίο είναι, δικό μου και το βλέμμα, δική μου και
υποκειμενική υπόθεση η αλήθεια του. Τώρα αν μοιάζω με τους ήρωες τους;
Με κάποιους ναι, με κάποιους άλλους όχι. Ίσως και με όλους ναι, και πάλι με
όλους όχι». Μια συγκλονιστική σπονδυλωτή ιστορία όπως την αφηγείται μια
από τις πλέον ταλαντούχες πένες της γενιάς της.