Τέλη του 19ου και πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Ηράκλειο, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Φλωρεντία, Νέα Υόρκη.
Αμπέλια, μάνα γη και θάλασσα, πλούτος και φτώχεια, γαιοκτήμονες και δουλευτάδες, εθνικότητες, φυλές και μετανάστες, το αμερικανικό όνειρο και η ελληνική πραγματικότητα, πόλεμος, προσφυγιά και ειρήνη, ευημερία και απόγνωση, η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και της τέχνης, οι ανατροπές της ζωής κι ένας έρωτας που γεννιέται σαν σπίθα εκεί κοντά στα ερείπια της Κνωσού και συνεχίζει να σιγοκαίει με φόντο ταραγμένα χρόνια.
Η ανθρώπινη ύπαρξη και η αξιοπρέπεια ζυγίζονται, δοκιμάζονται και εξαντλούνται σε στιγμές μικρότητας και μεγαλοσύνης, όπου ο θάνατος φοβερίζει, συνθλίβει και διαφεντεύει τον άνθρωπο. Κι ύστερα η ανάταση, το απρόβλεπτο της ψυχής που ορθώνεται και ξεφαντώνει, σε μια στιγμή που η ζωή θριαμβεύει και πάλι μέσα από τη δύναμη του έρωτα.
Ένα μυθιστόρημα, ένα μωσαϊκό από την ταραγμένη εκείνη εποχή, από τη ζωή και την τέχνη, μέσα από μια απλή ανθρώπινη ιστορία.
Η Πόπη Διακαινισάκη γεννήθηκε το 1956 στο Σμάρι, ένα χωριό του Ηρακλείου Κρήτης. Τελείωσε το δημοτικό και το τότε εξατάξιο γυμνάσιο στο Καστέλι Πεδιάδας, όπου πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια.
Σπούδασε Graphic Design στην Αγγλία και επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη του 1981.
«Ο έρωτας του αμπελουργού» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της, ένα έργο αφιερωμένο στη δύναμη του ανθρώπου.