Η κυρά Μαρού, μια όμορφη κοπέλα είκοσι χρονών, βρίσκεται κλεισμένη από τον πατέρα της σ’ ένα αδιαπέραστο κάστρο «στην άκρη του πουθενά», μαζί με την αυστηρή -πλην όμως τρυφερή- της παραμάνα και λίγους υπηρέτες. Από εκεί θα περάσει με τον στρατό του και τον πιστό του τσαούση (λοχία) ο όμορφος μουσουλμάνος Αβδουλσαλάμ, που θα θελήσει να κατακτήσει το κάστρο και φυσικά την ωραία κυρά Μαρού. Όταν γίνει πια φανερό πως τα όπλα δεν τους φέρνουν τα αναμενόμενα, ο Αβδουλσαλάμ κι ο Τσαούσης θα μηχανευτούν διάφορα τεχνάσματα… Μια σειρά έτσι από μεταμφιέσεις (Γύφτος με αρκούδα, Ορθόδοξος και Καθολικός καλόγερος, έγκυος γυναίκα με την αδελφή της) ύστερα από αλλεπάλληλες κωμικές αποτυχίες που σφραγίζουν και μεταμορφώνουν τους ήρωες θα οδηγήσουν τελικά στο ποθητό τέλος.
Η παράστασή μας είναι (όπως λέει και ο ίδιος ο Θεοτοκάς) ένα παιχνίδι επί σκηνής. Οι δύο αντρικοί χαρακτήρες μεταμφιέζονται από ρόλο σε ρόλο για να πετύχουν τον στόχο τους, ενώ οι γυναίκες αντίστοιχα, “αντιστέκονται”.
Η ζωντάνια και οι νεανικοί πόθοι της κοπέλας συγκρούονται με τα ήθη και τα πρέπει της εποχής που τη θέλουν σεμνή και υπάκουη στις διαταγές του πατέρα της. Το ακαταμάχητο ρυάκι του έρωτα και της νιότης ξεπηδάει μέσα από τη ζωντανή χειμαρώδη γλώσσα του κειμένου και οι κωμικές καταστάσεις που δημιουργούνται με τις μεταμφιέσεις καλούν τους θεατές να συμμετέχουν ενεργά στο παιχνίδι και να “βρούν την Κυρά Μαρού.”
|