Ένας νέος μοιράζει τα τελευταία φυλλάδια στις τελευταίες εισόδους. Πατάει κουδούνια, ανεβαίνει ασανσέρ και ονειρεύεται στον ακάλυπτο. Γιατί είναι τα τελευταία άραγε; Πότε τελειώνει το οκτάωρο; Πότε αρχίζει η ζωή;
Ένας καλοκάγαθος καπετάνιος αναρωτιέται για τη ζωή του. Τι να έφταιξε; Τι δεν έκανε καλά; Από μπροστά του περνάει μια γοργόνα, τον κοιτάει αδιάφορη. Κάτι του θυμίζει. Μήπως είναι η αδερφή του… Πόσο θα ήθελε να της μιλήσει! Γέλα καλή μου γοργόνα! Γέλα! Όπου να’ ναι θα κλαις! Γέλα όσο προλαβαίνεις!
Είναι όμως τα πράγματα έτσι όπως δείχνουν; Τι είναι αυτό που ενώνει αυτούς τους τρεις; Μην κλαις ρε γοργόνα, μοίρασε φυλλάδια αντί στεφάνων! Η ιστορία μιας χώρας σχεδόν βυθισμένης, ...Μη γελάς, ρε γοργόνα. Μη γελάς!
Δύο ιστορίες, δύο τραύματα, δύο ήρωες που προσπαθούν να αντέξουν άλλη μια μέρα.
Όταν θα μας ρωτάνε τα παιδιά και τα εγγόνια μας πως ήταν η κρίση, εμείς μπορεί και να χαμογελάμε. Μπορεί να τους λέμε ότι δεν είχαμε να πληρώσουμε το ρεύμα, ότι μπαίναμε στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο και δεν ξέραμε τι να ψηφίσουμε. Μπορεί να τους λέμε ότι είχε κρύο και λογαριασμούς…
Η “γοργόνα” είναι ένα συναξάρι της κρίσης. Είναι αυτό που θα πούμε σε αυτούς που θα ρωτήσουν για αυτά που περνάμε τα τελευταία δέκα χρόνια. Δυο μονόλογοι, με αφορμή την άδεια τσέπη και τις σφιχτές παλάμες.
|