Μετά από πέντε χρόνια αποχής από τη δισκογραφία αλλά συνεχούς δημιουργίας, ο Βαγγέλης Κορακάκης επιστρέφει με το βιβλίο – cd «Άδολη σιωπή» που κυκλοφορεί από τον Μετρονόμο.
Η «Άδολη σιωπή» είναι η αποτύπωση του ψυχισμού τοy Βαγγέλη Κορακάκη με μικρά αφηγήματα που φανερώνουν ποίηση κρυμμένων μυστικών και συνοδεύονται από δέκα τραγούδια με το γνώριμο και ιδιαίτερο λαϊκό του ύφος.
Ερμηνεύει ο ίδιος και σε δύο τραγούδια ο Βασίλης Κορακάκης. Στα φωνητικά συμμετέχουν η Ασπασία Στρατηγού και Ανατολή Μαριόλα.
Την έκδοση επιμελήθηκε ο Θανάσης Συλιβός ενώ το εξώφυλλο είναι ένα έργο του εικαστικού Κώστα Λαδόπουλου.
Η «Άδολη σιωπή» είναι η αποτύπωση του ψυχισμού τοy Βαγγέλη Κορακάκη με μικρά αφηγήματα που φανερώνουν ποίηση κρυμμένων μυστικών και συνοδεύονται από δέκα τραγούδια με το γνώριμο και ιδιαίτερο λαϊκό του ύφος.
Ερμηνεύει ο ίδιος και σε δύο τραγούδια ο Βασίλης Κορακάκης. Στα φωνητικά συμμετέχουν η Ασπασία Στρατηγού και Ανατολή Μαριόλα.
Την έκδοση επιμελήθηκε ο Θανάσης Συλιβός ενώ το εξώφυλλο είναι ένα έργο του εικαστικού Κώστα Λαδόπουλου.
«Τα κείμενα της Αδολης Σιωπής είναι μια διαφορετική εκδοχή των τραγουδιών μου, για έναν κόσμο που πίστεψα και εγκλωβίστηκα στο όραμά του»
Βαγγέλης Κορακάκης
ΠΡΩΙΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Ἐκεῖνα τά πόδια μέ τίς φλέβες καί τούς κιρσούς, πού τά ζέσταινε ἕνα μαντίλι τυλιγμένο στό πρόσωπο τῆς ἀπόγνωσης, ἔσμιγαν τό χάραμα στή στάση τοῦ πρώτου λεωφορείου μέ τά παραμορφωμένα χέρια ἐκείνων πού εἶχαν σκάσει ἀπό τό κρύο καί τόν ἀσβέστη.
Ὅσοι περαστικοί γυρνοῦσαν ἀπό τή νυχτερινή κραιπάλη ἦταν γι’ αὐτούς ἀνύπαρκτοι, καθώς δέν τήν εἶχαν γνωρίσει ποτέ, καί τό χειρότερο, γιατί τό ἤξεραν ὅτι δέν πρόκειται ποτέ νά τή γνωρίσουν.
Μέσα ἀπό τήν παγωμένη τους σιωπή ἀντάλλαζαν βλέμματα πού ἔμοιαζαν μέ ἀσύμβατες εὐθεῖες πού ζητοῦσαν ἀποκατάσταση τροχιᾶς, καί ὁ βουβός ἀναστεναγμός τους ἔκανε τή γῆ νά τρέμει ἀπό τήν κούραση καί τό ἄδικο πού τούς ἔπνιγε.
Ἐκεῖνα τά πόδια μέ τίς φλέβες καί τούς κιρσούς, πού τά ζέσταινε ἕνα μαντίλι τυλιγμένο στό πρόσωπο τῆς ἀπόγνωσης, ἔσμιγαν τό χάραμα στή στάση τοῦ πρώτου λεωφορείου μέ τά παραμορφωμένα χέρια ἐκείνων πού εἶχαν σκάσει ἀπό τό κρύο καί τόν ἀσβέστη.
Ὅσοι περαστικοί γυρνοῦσαν ἀπό τή νυχτερινή κραιπάλη ἦταν γι’ αὐτούς ἀνύπαρκτοι, καθώς δέν τήν εἶχαν γνωρίσει ποτέ, καί τό χειρότερο, γιατί τό ἤξεραν ὅτι δέν πρόκειται ποτέ νά τή γνωρίσουν.
Μέσα ἀπό τήν παγωμένη τους σιωπή ἀντάλλαζαν βλέμματα πού ἔμοιαζαν μέ ἀσύμβατες εὐθεῖες πού ζητοῦσαν ἀποκατάσταση τροχιᾶς, καί ὁ βουβός ἀναστεναγμός τους ἔκανε τή γῆ νά τρέμει ἀπό τήν κούραση καί τό ἄδικο πού τούς ἔπνιγε.